τέμενος

τέμενος
το храм (не христианский, чаще мусульманский)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τέμενος" в других словарях:

  • Τέμενος — a piece of land cut off and assigned as an official domain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμενος — a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμενος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σατρών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου. * * * το, ΝΜΑ, και αρκαδ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • τέμενος — το 1. χώρος ιερός αφιερωμένος σε αρχαίο θεό ή ήρωα: Τέμενος της Αφροδίτης. 2. πνευματικό ίδρυμα όπου καλλιεργούνται τα Γράμματα και οι Καλές Τέχνες: Το πανεπιστήμιο είναι τέμενος της επιστήμης. 3. ναός μη χριστιανικός, ιδίως μουσουλμανικό τζαμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεμένει — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc dual (attic epic) τεμένεϊ , τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut dat sg (epic ionic) τέμενος a piece of land cut off and… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμένη — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμενέων — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμενῶν — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμένεα — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμένεος — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμένεσι — τέμενος a piece of land cut off and assigned as an official domain neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»